σοσιαλδημοκρατικός

σοσιαλδημοκρατικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοσιαλδημοκράτη ή στην σοσιαλδημοκρατία
2. φρ. «σοσιαλδημοκρατικό κόμμα» — πολιτικό κόμμα τού οποίου η ιδεολογία και το πρόγραμμα προσδιορίζονται από την ιδεολογία και τις αρχές τής σοσιαλδημοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γερμ. sozialdemokratisch < sozialdemokrat (βλ. σοσιαλδημοκράτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σοσιαλδημοκρατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σοσιαλδημοκρατία: Σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης κυβερνούν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”