- σοσιαλδημοκρατικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοσιαλδημοκράτη ή στην σοσιαλδημοκρατία2. φρ. «σοσιαλδημοκρατικό κόμμα» — πολιτικό κόμμα τού οποίου η ιδεολογία και το πρόγραμμα προσδιορίζονται από την ιδεολογία και τις αρχές τής σοσιαλδημοκρατίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γερμ. sozialdemokratisch < sozialdemokrat (βλ. σοσιαλδημοκράτης)].
Dictionary of Greek. 2013.